Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ ἄνω κάτω

См. также в других словарях:

  • άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …   Dictionary of Greek

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • άνω — (συνηθέστ. πάνω ή πάνου), επίρρ. τοπικό· στη φρ. «Μ έκανε άνω κάτω» και «Έγινα άνω κάτω» με αναστάτωσε, με σύγχυσε ή αναστατώθηκα, συγχύστηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάτω Κλεινών, δήμος — Νέος δήμος (3.963 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ακρίτα, Άνω Καλλινίκης, Άνω Κλεινών, Εθνικού, Κάτω Καλλινίκης …   Dictionary of Greek

  • Άνω Βιάννος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 818 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές πλαγιές της κορυφής της Δίκτης, Αφέντης Χριστός. Αποτελεί έδρα του δήμου Βιάννου. Παράγει εκλεκτό μέλι και έχει και μικρή… …   Dictionary of Greek

  • άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Αχαΐα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 402 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται πάνω σε λόφο, στα Ν της Κάτω Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δύμης …   Dictionary of Greek

  • Άνω Καλλινίκη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 605 μ., 325 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Κλεινών …   Dictionary of Greek

  • Άνω Κλεινές — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 635 μ., 222 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Κλεινών …   Dictionary of Greek

  • Άνω Πωγωνίου, δήμος — Νέος δήμος (1.663 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Κοσμά, Βασιλικού, Κακολάκκου, Κάτω Μερόπης, Κεφαλοβρύσου, Μερόπης, Παλαιοπύργου, Ρουψιάς και Ωραιοκάστρου, οι… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Σουδεναίικα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 274 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στα ΝΑ της Κάτω Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένιας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»